λικνοειδής

λικνοειδής
-ές (Α λικνοειδής, -ές) [λίκνον]
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με λίκνο κατά το σχήμα
αρχ.
1. (κατά τον Ζωναρά και το λεξ. Σούδα) ρυπαρός
2. κοίλος, βαθουλωτός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λικνοειδής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”